- πίστωσιν
- πίστωσιςassurancefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вѣроиманиѥ — ВѢРОИМАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Убеждение: разгнѣва же сѩ Алеѯандръ и иде на Жидовьскѹю. архиѥрѣи же Адьдѹсъ въ ризы иѥрѣискы˫а ѡблечесѩ б҃иѥмь ѿкровениѥмь въ дивъ [так в рук., в изд. вѣдивъ] и вѣроимани˫а Алеѯандрѹ, изиде противѹ ѥмѹ. (πρὸς... ἔκπληξιν… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πιστοχρέωση — η, Ν (στη λογιστική) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιστοχρεώνω, η καταχώρηση στα λογιστικά βιβλία χρηματικών ποσών «εις πίστωσιν» ή «εις χρέωσιν» κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστοχρεώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πιστοχρέωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο … Dictionary of Greek